Συβάρεως

Συβάρεως
Συβάρεω̆ς , Σύβαρις
luxury
fem gen sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Συβαρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. Συβαρίτισσα Ν και θηλ. Συβαρῑτις, ίτιδος, Α ο κάτοικος τής Συβάρεως («ἀνήρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος», Αριστοφ.) νεοελλ. ως προσηγ. συβαρίτης και συβαρίτισσα μτφ. 1. άνθρωπος φιλήδονος, τρυφηλός 2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Μεταπόντιο — Αρχαία πόλη στον κόλπο του Τάραντα. Πρόκειται για αποικία Αχαιών, η οποία ιδρύθηκε από τη Σύβαρι (773 π.Χ.), προκειμένου να λειτουργήσει ως προγεφύρωμα ικανό να αναχαιτίσει ενδεχόμενη εξάπλωση του Τάραντα. Το 510 π.Χ., με την καταστροφή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”